Με τρεις πρόσφατες αποφάσεις της Ολομέλειας (3, 4 και 5/2017 ΟλΑΠ), ο Άρειος Πάγος έκρινε αντισυνταγματικούς τους περιορισμούς του Ν. 4092/2012 και Ν. 2837/2000 σχετικά με τις αποζημιώσεις που οφείλει το Επικουρικό Κεφάλαιο σε θύματα τροχαίων ατυχημάτων. Πιο συγκεκριμένα το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο έκρινε 1. ότι οι περιορισμοί των αποζημιώσεων που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο σε περιπτώσεις πτώχευσης του ασφαλιστή ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του, καθώς και οι περιορισμοί στο ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης είναι αντίθετοι στο ελληνικό Σύνταγμα και στο Πρώτο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ και 2. ότι ο προσδιορισμός των τόκων υπερημερίας που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο δεν μπορεί να διαφέρει από τον προσδιορισμό των τόκων υπερημερίας όπως αυτός ισχύει σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες δικαίου.

Στο άρθρο 3 § 1 της Οδηγίας 72/166/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24.4.1972 “Περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής” προβλέπεται, ότι κάθε κράτος μέλος λαμβάνει […] όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η αστική ευθύνη, σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφος του να καλύπτεται από ασφάλιση. Η υποχρέωση αυτή καλύπτεται με την πρόβλεψη της υποχρεωτικής κάλυψης με ασφάλιση του κυρίου ή κατόχου του αυτοκινήτου της έναντι τρίτων αστικής ευθύνης (άρθρ. 2 επ. Ν. 489/1976), καθώς και με την πρόβλεψη ποινικής και διοικητικής ευθύνης των προαναφερομένων κυρίου ή κατόχου σε περίπτωση κυκλοφορίας ανασφάλιστου αυτοκινήτου (άρθρ. 12 του ως άνω νόμου). Περαιτέρω, στο άρθρο 1 § 4 της 84/5/ΕΟΚ δεύτερης Οδηγίας του Συμβουλίου της 30.12.1983 “Για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων” ορίζεται ότι “κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποκαθιστά, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης της παραγράφου 1”. Στα πλαίσια του ελληνικού δικαίου το ζήτημα αυτό είχε ήδη προβλεφθεί στα άρθρα 16 επ. του προαναφερόμενου Ν. 489/1976, που κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986, με την ίδρυση νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία “Επικουρικό κεφάλαιο ασφάλισης ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων” και συντετμημένα “ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ“, το οποίο τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργού Ανάπτυξης, εδρεύει στην Αθήνα και διέπεται από τις διατάξεις του άνω νόμου.

Στη συνέχεια, μέλη του Επικουρικού Κεφαλαίου καθίστανται υποχρεωτικά οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν ασφάλιση αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, καθώς και τα Ν.Π.Δ.Δ. ή οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας των οποίων τα οχήματα εξαιρούνται της υποχρεωτικής ασφάλισης (άρθρ. 18 Ν. 489/1976), για την εκπλήρωση δε του σκοπού του επιβάλλεται εκ του νόμου εισφορά υπέρ αυτού, το ανώτατο όριο της οποίας καθορίζεται με την εκάστοτε απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, υπολογιζόμενη σε ποσοστό επί των καθαρών ασφαλίστρων (5% κατ’ανώτατο όριο) του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία οχήματα, η οποία βαρύνει κατά 70% τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και κατά 30% τους ασφαλισμένους (άρθρ. 20 § 1 Ν. 489/1976). Από την νομοθεσία λοιπόν που το διέπει, τον τρόπο λειτουργίας του και τους σκοπούς που εξυπηρετεί, προκύπτει ότι, παρά την ιδιωτικού δικαίου νομική μορφή του, το Επικουρικό Κεφάλαιο επιτελεί κοινωνικό έργο. Με τις διατάξεις των άρθρων 5, 6 §§ 1, 2, 5, 6 και 10 § 1 του πδ 237/1986 καθιερώθηκε η υποχρεωτική ασφάλιση της από αυτοκινητικά ατυχήματα ευθύνης, η οποία καλύπτει την έναντι τρίτων αστική ευθύνη εξαιτίας θανάτωσης ή σωματικής βλάβης ή ζημιών σε πράγματα, στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική αξίωση για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη, το δε ασφαλιστικό ποσό είναι τουλάχιστον ίσο με αυτό που καθορίζει κάθε φορά με αποφάσεις της η ΕΠ.Ε.ΙΑ για κάθε είδος κινδύνου που υπάγεται στην υποχρεωτική ασφάλιση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 19 § 1 του ιδίου ως άνω πδ/τος, το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την κατά την παρ.2 του άρθρου αυτού αποζημίωση λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα και σε περίπτωση που αυτά προκαλούνται από ανασφάλιστο όχημα ή από όχημα αγνώστων στοιχείων ή ασφαλισμένο σε ασφαλιστική εταιρία που πτώχευσε ή της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του από το Ν. 4092/2012, η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβεί τα κατά το άρθρο 6 παρ. 5 κατώτατα όρια ασφαλιστικών ποσών του χρόνου ατυχήματος.

Περαιτέρω, με το τέταρτο άρθρο του Ν. 4092/2012, ο οποίος, σύμφωνα με το έβδομο άρθρο αυτού, ισχύει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 220 τ. Α78.11.2012), εισήχθησαν περιορισμοί στις αποζημιώσεις που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο σε περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του, καθώς επίσης και περιορισμοί στο ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Ειδικότερα, με το στοιχείο γ’ του άνω άρθρου, αντικαταστάθηκε η παρ.2 του άρθρου 19 του Π.Δ. 237/1986 και προβλέπεται πλέον, μεταξύ άλλων, α) ότι η αποζημίωση που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ για κάθε δικαιούχο και β) ότι η αποζημίωση, στην περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή άκαρπης εκτέλεσης σε βάρος του ασφαλιστή ή τέλος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής εταιρίας, δεν καταβάλλεται ολόκληρη, αλλά με βάση τα ποσοστά που η διάταξη αυτή λεπτομερώς καθορίζει, κυμαινόμενα μεταξύ 70% έως 90%, μη δυνάμενη να υπερβεί κατ’ ανώτατο όριο το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. Με την ίδια δε αυτή διάταξη ορίστηκε περαιτέρω ότι η εν λόγω ρύθμιση “καταλαμβάνει και τις ήδη γεγενημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, χωρίς πάντως να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση” και ότι “οι τόκοι που στις περιπτώσεις της προηγουμένης παραγράφου του παρόντος άρθρου υποχρεούται να καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο υπολογίζονται σε κάθε περίπτωση με επιτόκιο έξι τοις εκατό (6%) ετησίως.”(Ολ ΑΠ 4/2017).

Οι δικαστές του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου έκριναν αντισυνταγματικούς τους παραπάνω περιορισμούς και πιο συγκεκριμένα:

  1. Ο  περιορισμός της χρηματικής ικανοποίησης της ψυχικής οδύνης στο ανώτατο ποσό των 6.000 € και ο γενικός περιορισμός της αποζημίωσης σε περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή άκαρπης εκτέλεσης σε βάρος του ασφαλιστή ή τέλος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής εταιρίας, προσκρούουν ευθέως με:
    • την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 της δεύτερης Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ κατά την οποία “κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποζημιώνει, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από οχήματα αγνώστων στοιχείων ή για τα οποία δεν έχει ολοκληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης που προβλέπεται στην παρ. 1” καλύπτεται και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης (Ολ. Α.Π. 9/1993, ΔΕΕ, C-277/12 της 24-10-2013 στην υπόθεση … κατά … AAS)
    • την αρχή της stricto sensu αναλογικότητας (άρθρο 25 § 1 εδάφ. δ’ του Συντάγματος), διότι η παρέμβαση αυτή του νομοθέτη δεν είναι πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Επικουρικού Κεφαλαίου, αλλά ούτε και αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού, αφού θα μπορούσε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό με ηπιότερο τρόπο, είτε με το να προβλεφθεί μία έκτακτη επιδότηση του από τον κρατικό προϋπολογισμό, είτε με το να υποχρεωθεί αυτό να εξυγιάνει τα οικονομικά του μέσω της αύξησης των εσόδων του και του περιορισμού των λειτουργικών του δαπανών
    • άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε (μαζί με τη σύμβαση) με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των νόμων ισχύ. Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα “περιουσιακής φύσεως” και τα κεκτημένα “οικονομικά συμφέροντα”. Καλύπτονται έτσι τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεγενημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον έως την προσφυγή στο δικαστήριο δίκαιο ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (Ολ. ΑΠ 6/2007, Ολ. ΑΠ 40/1998). Έτσι, η ανωτέρω διάταξη του Ν. 4092/2012 με το να περιορίσει δραστικά το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, καταργεί ουσιαστικά την αστική αυτή απαίτηση των δικαιούχων, που γεννήθηκε με το θάνατο συγγενικού προσώπου σε τροχαίο ατύχημα. Κατά συνέπεια, είναι ασυμβίβαστη προς τη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αφού τείνει σε αδικαιολόγητη αποστέρηση περιουσιακού στοιχείου των ως άνω προσώπων χωρίς να συντρέχουν λόγοι δημόσιας ωφέλειας. Και τέτοιο λόγο δεν συνιστά το ταμειακό απλώς συμφέρον του Επικουρικού Κεφαλαίου
    • το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος που ορίζει ότι όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται όχι μόνον η ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, με την έννοια ότι ο νομοθέτης, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών ή προσώπων, δεν μπορεί να νομοθετεί κατά διαφορετικό τρόπο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή δε των ειδικών περιστάσεων ή του κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων (Ολ. Α.Π. 3/2006, 38/2005, 30/2005, 23/2004, 11/2008). Παράλληλα, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, “όλοι είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο … για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα“. Το ΔΣΑΠΔ έχει ενσωματωθεί στην Ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 2462/1997. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, επιβάλλει την ίση μεταχείριση τους από τους νόμους που προσδιορίζουν τους όρους της δικαστικής προστασίας. Επομένως, διατάξεις νόμων, με τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ ενός διαδίκου ευνοϊκή μεταχείριση ως προς το ανωτέρω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση πλεονεκτικότερη από εκείνη του αντιδίκου του, είναι ανίσχυρες (Ολ. Α.Π. 12/2013, Ολ. Α.Π. 4/2012)
  1. Οι διατάξεις που ορίζουν το ποσοστό του τόκου υπερημερίας που καταβάλλεται από το Επικουρικό Κεφάλαιο σε μόλις 6% ετησίως, δηλαδή σε ποσοστό μικρότερο από εκείνο που υποχρεούνται να καταβάλλουν οι οφειλέτες αυτού και το οποίο ισχύει για όλους τους διαδίκους, έρχονται σε αντίθεση με:
    • με τα άρθρα 4 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, αφού με αυτές αναγνωρίζεται υπέρ του Επικουρικού Κεφαλαίου ευνοϊκή μεταχείριση ενώ τίθεται σε δυσμενέστερη θέση έναντι αυτού ο άλλος διάδικος
    • με την διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι με την ανωτέρω ευνοϊκή υπέρ αυτού ρύθμιση επέρχεται βλάβη της περιουσίας του δανειστή το Επικουρικού Κεφαλαίου χωρίς να δικαιολογείται τούτο από λόγους δημοσίου συμφέροντος, ενόψει του ότι το απλό ταμειακό συμφέρον του Επικουρικού Κεφαλαίου δεν ταυτίζεται με το δημόσιο ή το γενικό συμφέρον και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παραβίαση των δικαιωμάτων των παθόντων από τροχαία ατυχήματα να απαιτήσουν και να λάβουν τόκους για τις αξιώσεις τους σε ποσοστό ίδιο με εκείνο που καταβάλλουν οι ιδιώτες, ενώ δεν συνιστά τέτοιο λόγο δημοσίου συμφέροντος το γεγονός ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο, που είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, τελεί απλώς υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του κράτους (Α.Π. 1025/2015)
    • την συνταγματικώς κατοχυρωμένη (άρθρο 25 του Συντάγματος) αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή αυτή, η οποία υπαγορεύει την τήρηση της αναλογίας ανάμεσα στον επιδιωκόμενο σκοπό και τα μέσα που χρησιμοποιούνται προδήλως προσβάλλεται στην προκειμένη περίπτωση. Και τούτο, διότι και αν θεωρηθεί ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι η προστασία του Επικουρικού Κεφαλαίου, το καταβαλλόμενο ποσοστό 6% ως τόκος υπερημερίας, δηλαδή το 1/2 από εκείνο που υποχρεούται να καταβάλλει ο οφειλέτης ιδιώτης, δεν είναι αναλογικό (Ολ. Α.Π. 3/2017, Ολ. ΑΠ 4/2012)